αξεμύτιστος

αξεμύτιστος
-η, -ο
1. (για φυτά) αυτός που δεν πρόβαλε ακόμη η κορυφή του, το άκρο του
2. (για πρόσωπα) αυτός πού δεν τόλμησε να βγει από κάπου (κυρίως από φόβο για κάτι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αξεμύτιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ξεμύτισε, δεν τόλμησε να βγει από κάπου: Εκείνες τις μέρες έκανε τέτοιο κρύο που όλοι στο χωριό έμειναν αξεμύτιστοι στα σπίτια τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”